- κράτος
- Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η κλασική θεωρία ορίζει συνήθως το κ. ως «λαό μόνιμα εγκατεστημένο σε ορισμένη χώρα και οργανωμένο πολιτικά σε νομικό πρόσωπο, το οποίο ασκεί εξουσία». Αντίθετα, η θετικιστική σχολή υποστηρίζει ότι το κ. δεν είναι νομικό πρόσωπο, αλλά πραγματικό γεγονός και συνδέεται με την ύπαρξη πολιτικής διαφοροποίησης ανάμεσα σε εκείνους που κυβερνούν και σε εκείνους που κυβερνώνται, μια διαφοροποίηση που προκύπτει αναγκαστικά από την ύπαρξη κοινωνικών σχέσεων. Κατά την άποψη της σχολής αυτής, το βασικό χαρακτηριστικό του κ. είναι η πολιτική εξουσία εξαναγκασμού.
Από φιλοσοφικοκοινωνική άποψη, διατυπώνονται πολλές θεωρίες για την έννοια του κ. Οι οπαδοί της σχολής του φυσικού δικαίου, που ξεκίνησε από τους στωικούς, αναπτύχθηκε από τον Ολλανδό ουμανιστή Γκρότιους και αποτέλεσε τη βάση διαφόρων θεωριών από τον 16o έως τον 18o αι., οι οποίες θεμελίωσαν την ιδέα του κ. στη μεταβίβαση από τα ίδια τα άτομα μιας υπέρτατης εξουσίας στον πολιτειακό οργανισμό που τα συγκροτεί, με σκοπό την κατοχύρωση και την προστασία των δικαιωμάτων τους, τα οποία θεωρούν ότι πηγάζουν από την ίδια τη φύση και είναι απόλυτα κληρονομικά και αναφαίρετα. Σύμφωνα με τη θεωρία του διαφωτιστή και βασικού οπαδού αυτής της αρχής, Ρουσό, «όπως η φύση παρέχει στον άνθρωπο αποκλειστική εξουσία σε όλα τα μέλη του, έτσι και το πολιτικό συμβόλαιο [όπως χαρακτηρίζεται η μεταβίβαση εξουσίας από το άτομο στο κ.] δίνει στον πολιτικό οργανισμό [κ.] αποκλειστική εξουσία πάνω στα μέλη του». Και η σχολή των Επικουρείων στην αρχαιότητα αντιμετώπιζε το κ. ως αποτέλεσμα συνθήκης, αλλά περισσότερο υπό το πρίσμα ενός συμβιβασμού, που προσέγγιζε τις νεότερες, ρεαλιστικές απόψεις τού «μη βλάπτειν αλλήλους, μηδέ βλάπτεσθαι». Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, η εξουσία του κ. προέρχεται από τον Θεό «διά της αποκαλύψεως».
Στα μέσα του 19ου αι. άρχισε να αναπτύσσεται η γερμανική σχολή του δικαίου (ιστορική σχολή), που αναγνωρίζει το κ. ως τον βασικό φύλακα και υπερασπιστή του δικαίου. Τα θεμέλια αυτής της θεωρίας βρίσκονται στην ιστορική και διαλεκτική εξέλιξη του δικαίου. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, το κ. εκφράζει τη θέληση της άρχουσας τάξης, στην υπηρεσία της οποίας υπάγονται τα όργανά του, ενώ η οικονομική δομή της κοινωνίας καθορίζει το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, στο οποίο αντιστοιχούν οι κοινωνικές μορφές της συνείδησης. Το κ. είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Από οργανωτική άποψη, το κ. συσχετίζεται με τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, αποτελώντας τη συνολική ομάδα που προκύπτει από τη συνεργασία τους, υπό τον έλεγχο εκείνων που κυβερνούν. Η επίτευξη άλλωστε των σκοπών τους εκφράζει και την αποστολή την οποία, υπό ορισμένες κοινωνικές συνθήκες, καθόρισε το κ. για τον εαυτό του. Υπάρχουν διάφορες αντιλήψεις σχετικά με την έκταση, τη φύση και τη σκοπιμότητα της δραστηριότητας του κ., με την οποία καθορίζονται οι αρμοδιότητες και διαγράφονται τα καθήκοντά του απέναντι στα άτομα και στις κοινωνικές ομάδες που ζουν στα πλαίσια της εξουσίας του. Οι αντιλήψεις αυτές οδήγησαν στη διαμόρφωση διαφόρων θεωριών, αναφερόμενων ουσιαστικά στην αποστολή του κ. Οι κυριότερες είναι η ατομικιστική ή φιλελεύθερη και η σοσιαλιστική ή θεωρία του κ. πρόνοιας.
Η ατομικιστική ή φιλελεύθερη θεωρία βασίζεται σε δύο συγκρουόμενες και εξισορροπούσες αρχές. Η πρώτη είναι η αρχή του σεβασμού της ατομικής πρωτοβουλίας και ελευθερίας, η οποία βασίζεται στα θεμελιώδη ή ατομικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά θεωρούνται απρόσβλητα και απαράγραπτα, γιατί πηγάζουν από την ίδια την ανθρώπινη φύση και δεν παραχωρούνται από το δίκαιο που υιοθετεί το κ., το οποίο έχει ως βασική αποστολή την προστασία αυτών των δικαιωμάτων. Η δεύτερη είναι η αρχή της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης για τη συντήρηση και την ανάπτυξη της κοινωνίας, η οποία συνεπάγεται αναγκαστικά τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, όταν εκείνες συγκρούονται με το γενικό συμφέρον. Ο περιορισμός αυτός επιτυγχάνεται με την επέμβαση της εξουσίας του κ. η οποία, κατά τη θεωρία αυτή, δεν δικαιολογείται παρά μόνο όταν καθίσταται αναγκαία, όταν δηλαδή το κοινωνικό αποτέλεσμα που επιδιώκεται σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με άλλον τρόπο. Το κ., σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μπορεί να επεμβαίνει στην ιδιωτική πρωτοβουλία με δύναμη εξαναγκασμού, για να κατοχυρώσει την εσωτερική έννομη τάξη, να εξασφαλίσει την εθνική άμυνα, να οργανώσει και να συντηρήσει τα αναγκαία μέσα συγκοινωνίας και τη διοίκηση της χώρας, να αντιμετωπίσει άμεσες και γενικές κοινωνικές ανάγκες (δημόσια έργα) κλπ. Δεν διαθέτει το δικαίωμα της κοινωνικής πολιτικής ή της ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας, υποκαθιστώντας τη δραστηριότητα των ατόμων ή ακόμα επεμβαίνοντας για τη ρύθμιση, την ενίσχυση ή την επίβλεψη της δραστηριότητας των ατόμων, στα πλαίσια της οποίας πρέπει να ικανοποιούνται οι ανάγκες τους και να προάγονται οι σχέσεις τους. Αυτά βέβαια ισχύουν ως αρχή, γιατί τα όρια είναι ρευστά και είναι δυνατόν να παραβιάζονται, όταν το επιβάλλουν οι συνθήκες. Σε αυτή την περίπτωση το κ. θεωρείται ότι επεμβαίνει εξαιρετικά, με κατασταλτικό ή προληπτικό τρόπο, όχι μόνο για τη ρύθμιση, για την ενίσχυση (για παράδειγμα, επιχορηγήσεις, δάνεια κλπ.), για τον έλεγχο (εποπτεία αρχών), αλλά και για την υποκατάσταση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή ανεπάρκεια σχετικής δραστηριότητας για την εξυπηρέτηση κοινών αναγκών. Έτσι, προκύπτει η επιχειρηματική δραστηριότητα στα πλαίσια της φιλελεύθερης θεωρίας. Γενικά, γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται: α) όταν από τη φύση της δραστηριότητας οι ιδιώτες δεν έχουν στη διάθεσή τους τα αναγκαία μέσα για την άσκησή της (για παράδειγμα, επιχειρήσεις διανομής νερού, ηλεκτρικής ενέργειας, διεξαγωγή μεταφορών, πολεμική βιομηχανία κλπ.)· β) όταν η συγκεκριμένη δραστηριότητα απαιτεί ενιαία οργάνωση στη λειτουργία και στις κατευθύνσεις (για παράδειγμα, ταχυδρομεία, τηλεπικοινωνίες κλπ.)· γ) όταν οι συνθήκες επιβάλλουν δωρεάν παροχή ωφελημάτων στο κοινό (για παράδειγμα, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη κλπ.). Οι περιπτώσεις αυτής της επέμβασης από ορισμένους θεωρούνται εξαίρεση ενώ από άλλους ασυνέπεια των αρχών του φιλελεύθερου κρατικού συστήματος. Ενδιάμεσο σύστημα είναι η κατά παραχώρηση οργάνωση και λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών που περιέχουν στοιχεία ιδιωτικής επιχείρησης.
Η σοσιαλιστική θεωρία βασίζεται στην αντίληψη περί κοινωνικής λειτουργίας του κ., προσβλέποντας στο άτομο όχι μεμονωμένα αλλά ως μέλος της κοινωνίας, της οποίας αποτελεί το κύτταρο. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης θεωρεί το κ. δυνατό, τόσο οικονομικά όσο και οργανωτικά, ικανό να λύσει τα προβλήματα των ατόμων και να άρει τις κοινωνικές ανισότητες και τις αδικίες. Δεν αντιλαμβάνεται όρια στην επέμβαση του κ. γι’ αυτό τον σκοπό, η επίτευξη του οποίου σηματοδοτεί και την ευημερία των ατόμων μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι σοσιαλιστικές αυτές αντιλήψεις έχουν αναπτυχθεί από την εποχή του Μεσαίωνα στα πλαίσια του φωτισμένου δεσποτισμού. Στα τέλη του 18ου αι. αναπτύχθηκαν οι φιλελεύθερες αντιλήψεις για τον περιορισμό της δραστηριότητας του κ. στην προστασία της ελευθερίας και της ασφάλειας των ιδιωτών, αντιλήψεις οι οποίες επικράτησαν στις αρχές του 19ου αι. Η εξέλιξη, ωστόσο, των αναγκών και οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τεχνικοοικονομική πρόοδο και την ανάπτυξη των δημοκρατικών ιδεών επέβαλαν στο κ. συνεχείς επεμβάσεις για τη λύση κοινωνικών προβλημάτων και την ανάπτυξη δραστηριότητας υπέρ της ολότητας.
Ο Γάλλος διαφωτιστής Ζαν Ζακ Ρουσό διατύπωσε μια θεωρία για το κράτος που επέδρασε σημαντικά στη θεωρία και στην πρακτική των νεοτέρων δυτικών κρατών.
* * *το (AM κράτος, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. κάρτος, αιολ. τ. κρέτος)1. δύναμη επιβολής, εξουσία, ισχύς (α. «το κράτος τού νόμου» β. «ὅτι τὸ κράτος τοῡ θεοῡ καὶ σοῡ, κύριε, τὸ ἔλεος», ΠΔγ. «τοῡ γὰρ κράτος ἔστ' ἐνὶ οἵκω», Ομ. Οδ.δ. «μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος», Θουκ.)2. κυβέρνηση, διοίκηση, πολιτική εξουσία, οι αρχές (α. «η επιχείρηση περιήλθε στο κράτος» β. «ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῡ», Σοφ.)3. η μορφή διακυβέρνησης μιας πολιτείας, η πολιτεία, η επικράτεια («η Τουρκία είναι δικτατορικό κράτος»)4. φρ. «κατά κράτος» — εντελώς, ολοσχερώς (α. «τούς νικήσαμε κατά κράτος» β. «ὥστε κατὰ κράτος ἐλέγχεσθαι τὸν Πυθαγόραν», Πλούτ.)νεοελλ.λαός εγκατεστημένος μόνιμα σε μια χώρα και οργανωμένος σε νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί πρωτογενή πολιτική εξουσία2. φρ. α) «υπό το κράτος κάποιου» — υπό την επήρεια, υπό την επιβολή κάποιου («υπό το κράτος τού φόβου»)β) «το κράτος είμαι Εγώ» — λόγοι που αποδίδονται στον Λουδοβίκο ΙΔ' τής Γαλλίας και οι οποίοι αποτελούν διεθνώς τη συμπυκνωμένη έκφραση τού απολυταρχισμούγ) «κράτος εν κράτει» — σύνολο που αποκτά ή επιδιώκει να αποκτήσει αυτονομία πέρα από τα καθορισμένα ή επιτρεπτά ὅρια μέσα σε ένα άλλο ευρύτερο σύνολο στο οποίο ανήκειμσν.στήριγμα, ενίσχυσηαρχ.1. σωματική δύναμη, ρώμη («καὶ δ' ἔχει ἥβης ἄνθος, ὅ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον», Ομ. Ιλ.)2. υπεροχή («νίκην τ' ἐφ' ἡμῑν καὶ κράτος τῶν δρωμένων», Σοφ.)3. ιατρ. σύνδεσμος αρθρώσεως4. το πίσω μέρος τού χεριού5. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού δέκα6. φρ. α) «κράτος ἑαυτοῡ» — αυτοκυριαρχίαβ) «τὰ τῶν θρόνων κράτη» — η ύψιστη βασιλική εξουσίαγ) «κράτος αριστείας» — το έπαθλο τής ανδρείαςδ) «κατά κράτος» και «πρὸς ἰσχύος κράτος» — διά τής βίαςε) «ἀνά κράτος» και «κατὰ κράτος» — με κάθε δύναμη, με όλη τη δύναμη («τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος», Πλάτ.)στ) «τὸ πᾱν κράτος ἔχω» — είμαι πανίσχυρος (Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κράτ-ος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το επίθ. κρατύς «ισχυρός», το οποίο εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα (*krt-) τού ΙΕ τ. *kret- (πρβλ. κρέτ-ος, κρείσσων)τη συνεσταλμένη βαθμίδα (*krt-) εμφανίζει επίσης, με διαφορετική δήλωση τού -r-, και ο διαλεκτικός τ. κάρτος (πρβλ. καρδία: κραδία). Η λεξιλογική οικογένεια τού κρατύς/κράτος συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kratu «ισχύς, νους, θέληση», αβεστ. xratu- «νους, θέληση», καθώς και με γερμ. hart «σκληρός», γοτθ. hardus. Ο τ. κράτος απαντά σε μεγάλη ομάδα ανθρωπωνυμίων με τις εξής μορφές: α) αυτούσιο το θ. κρατ- (π.χ. Κράτ-ων) και σε ορισμένα ον. με υποκορ. κατάλ. (π.χ. Κρατ-ύλος)β) ως α' συνθετικό με τις μορφές Κρατι-/ Καρτι- (π.χ. Κρατί-δημος, Καρτί-νικος) —που σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς τα Αλκί- (Αλκί-φρων), Καλλι- (Καλλί-μαχος)— καί Κραται- (π.χ. Κραται-μένης)και γ) συχνότατα ως β' συνθετικό με τη μορφή -κράτης (π.χ. Ιπποκράτης, Ισο-κράτης, Πολυ-κράτης, Σωκράτης). Η μορφή κραται- απαντά ως α' συνθετικό και σε άλλα ον. (π.χ. κραται-βάτης) και σχηματίστηκε αναλογικά προς τα πάλαι-, χαμαι- (πρβλ. παλαί-μαχος, χαμαι-λέων). Ως β' συνθετικό, τέλος, η λ. κράτος απαντά με τη μορφή -κρατής και -κράτης. Η αρχική σημ. τής λ. «σωματική δύναμη», ξεκινώντας από τη σημ. «σκληρότητα» που έχει η ΙΕ ρίζα, εξελίσσεται στη σημ. τής υπεροχής και επικράτησης και στη συνέχεια σ' αυτήν τής εξουσίας και διακυβέρνησης.ΠΑΡ. κραταιός, κρατερός, κρατώαρχ.κρατεύωνεοελλ.κρατίδιο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κρατάρχηςαρχ.κραταιβάτης, κραταίβιος, κραταίβολος, κραταιγύαλος, κραταίλεως, κραταιπαγής, κραταίπεδος, κραταίπιλος, κραταίπους, κραταίρινος. (Β' συνθετικό) α) -κράτης: αριστοκράτης, δημοκράτηςαρχ.μενεκράτης, ναυκράτης, ταυροκράτης, τιμοκρά-τηςνεοελλ.αποικιοκράτης, γραφειοκράτης, θεοκράτης, ιδεοκράτης, κεφαλαιοκράτης, λαοκράτης, μηχανοκράτης, νεροκράτης, πλουτοκράτης, σοσιαλδημοκράτης, στρατοκράτης, τεχνοκράτης, τρομοκράτης, φαλλοκράτης, φανλοκράτης, φυσιοκράτης, χριστιανοδημοκράτηςβ) -κρατής: ακρατής, εγκρατήςαρχ.αυτοκρατής, δικρατής, δυσκρατής, επικρατής, θηλυκρατής, ισοκρατής, μεγαλοκρατής, ναυκρατής, παγκρατής, περικρατής, πολυκρατής, υπερακρατής, ωμοκρατής].
Dictionary of Greek. 2013.